- κήρινθος
- I
(1ος αι. μ.Χ.). Ιουδαίος αιρετικός. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, μετέβη στην Παλαιστίνη κατά τους αποστολικούς χρόνους και εκεί ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Δίδασκε ότι ο Ιησούς δεν ήταν Υιός του Θεού, αλλά γιος κοινών ανθρώπων (του Ιωσήφ και της Μαρίας), καθώς και ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από κάποιον άγγελο. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο πρεσβύτερος της Ρώμης Γάιος θεωρούσε συγγραφέα της Αποκάλυψης τον Κ. και όχι τον Ιωάννη.IIΠεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 721 κάτ.) της Εύβοιας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού, 63 χλμ. ΒΔ της Χαλκίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κηρέως του νομού Ευβοίας.* * *κήρινθος, ὁ (Α)1. η τροφή τών μελισσών, η εριθάκη, ρευστή κομμιώδης ουσία, διαφορετική από το μέλι, η οποία παράγεται από τις μέλισσες ως τροφή τους2. (κατά τον Ησύχ.) είδος έλκους, είδος πληγής.[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός. Η κατάλ. -ινθος παρατηρείται συν. σε λ. τού προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος].
Dictionary of Greek. 2013.